Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βαρύς ύπνος

  • 1 ύπνος

    ο
    1) сон;

    βαρύς (ελαφρός, (τε)ταραγμένος) ύπν — крепкий (лёгкий, беспокойный) сон;

    στον ύπνο ( — или καθ' ύπνον — или καθ' ύπνους) — во сне;

    απ' τον ύπνο — со сна;

    παίρνω τον ύπνο — засыпать;

    πήρα έναν ύπνος — я немного соснул;

    με πήρε ο ύπνος — меня одолел сон, я заснул;

    δεν με πιάνει ( — или δεν μού μπαίνει, δεν μού κολλάει) ύπνος — я не могу заснуть, мне не спится, меня сон не берёт;

    σηκώνομαι απ' τον ύπνο — просыпаться, вставать;

    πηγαίνω γιά ύπνο — идти спать;

    2) сновидение, сон;

    § κοιμούμαι τον ύπνο τού δικαίου — спать сном праведника;

    κοιμούμαι τον αιώνιο ύπνο — спать вечным сном;

    είδα στον ύπνο μου — мне приснилось, я видел во сне;

    οΰτε στον ύπνο μου δεν το είδα ( — или δεν το περίμενα) — мне и во сне это не снилось;

    αυτά πού λέει τα είδε στον ύπνο του — всё, что он говорит, — плод его воображения;

    τον επιασα στον ύπνο — я застал его врасплох;

    ύπνον ελαφρόν! — спокойной ночи!;

    η αλεποβ στον ύπνο της πετειναράκια εθώρει — погов, лиса и во сне кур щиплет

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ύπνος

  • 2 тяжелый

    тяжел||ый
    прил
    1. βαρύς:
    \тяжелый гру́з τό βαρύ φορτίο· \тяжелый чемодан ἡ βαρειά βαλί-τσα·
    2. (суровый) βαρύς/ αὐστηρός (строгий):
    \тяжелыйое наказание ἡ βαρειά ποινή· \тяжелыйая ответственность ἡ βαρειά εὐθύνη· \тяжелыйая вина τό βαρύ πταίσμα, τό σοβαρό σφάλμα· \тяжелыйое преступление τό βαρύ ἔγκλημα·
    3. (трудный, утомительный) δύσκολος, βαρύς, κουραστικός:
    \тяжелый труд ὁ βαρύς κόπος· \тяжелыйая работа ἡ βαρειά ἐργασία· \тяжелыйая задача τό δύσκολο καθήκο·
    4. (серьезный) σοβαρός:
    \тяжелыйая болезнь ἡ σοβαρή ἀσθένεια·
    5. (мучительный) δύσκολος, βαρύς, λυπηρός, θλιβερός:
    \тяжелыйое зрелище τό λυπηρό θέαμα· \тяжелыйое чу́вство τό βαρύ αίσθημα· \тяжелый день ἡ βαρειά ἡμέρα· \тяжелыйые времена οἱ δύσκολοι καιροί· ◊ \тяжелыйая промышленность ἡ βαρειά βιομηχανία· \тяжелыйая артиллерия τό βαρύ πυροβολικό· \тяжелый танк βαρύ ἄρμα μάχης· \тяжелыйое топливо ἡ βαρειά καύσιμη ὕλη· \тяжелыйое дыхание ἡ δύσκολη ἀναπνοή· \тяжелый сон ὁ βαρύς ὑπνος· \тяжелыйая голова τό βαρύ κεφάλι (άπ' τήν ἀϋπνία)· \тяжелый шаг τό βαρύ βήμα \тяжелый нрав ὁ ἰδιότροπος χαρακτήρας· \тяжелый на подъем ὁ τεμπέλης, ὁ δυσκίνητος· \тяжелый воздух ἡ βαρειά ἀτμόσφαιρα· \тяжелыйая пища ἡ δύσπεπτη τροφή· \тяжелыйая рука́ τό βαρύ χέρι· с \тяжелый-ым сердцем μέ βαρειά καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > тяжелый

  • 3 крепкий

    крепкий ασφαλής (прочный)' γερός, δυνατός (сильный) ◇ \крепкий сон о βαρύς ύπνος
    * * *
    ασφαλής ( прочный); γερός, δυνατός ( сильный)
    ••

    кре́пкий сон — ρ βαρύς ύπνος

    Русско-греческий словарь > крепкий

  • 4 тяжёлый

    επ., βρ: -жл, -жела, -жело.
    1. βαρύς•

    тяжёлый камень βαριά πέτρα•

    тяжёлый металл βαρύ μέταλλο.

    || μεγάλος•

    -ые капли μεγάλες σταγόνες.

    || χοντρός•

    -ое платье βαρύ ένδυμα.

    || πυκνός•

    -ые тучи βαριά σύννεφα.

    || δύσπεπτος•

    -ая еда βαρύ φαγητό.

    2. (απλ.) έγκυος.
    3. βαρύσωμος. || αδρός• χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος).
    4. ηχηρός•

    -ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του διαβάτη•

    -ая походка βαρύ βάδισμα.

    || άγαρμπος, άκομψος• χοντρός, χοντροκομμένος.
    5. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•

    -ая работа βαριά δουλειά•

    -ые роды δύσκολος τοκετός•

    тяжёлый год δύσκολος χρόνος•

    -ая жизнь η δύσκολη ζωή•

    -ая дорога δύσκολος δρόμος•

    тяжёлый подъм μεγάλος ανήφορος•

    -ое дыхание δύσκολη αναπνοή•

    -ые условия δύσκολες συνθήκες.

    || δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα•

    тяжёлый ученик δύστροπος μαθητής.

    || μεγάλος• δυνατός, ισχυρός, γερός•

    -ые налоги βαριοί φόροι•

    сон βαρύς ύπνος•

    тяжёлый удар γερό χτύπημα•

    -ое горе μεγάλη στενοχώρια•

    тяжёлый вздох βαρύς αναστεναγμός• —ая вина μεγάλο σφάλμα.

    || αυστηρός• σκληρός•

    -ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία).

    || σοβαρός, επικίνδυνος•

    -ая форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας•

    -ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα).

    6. καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός• θλιβερός• σκοτεινός• δυσάρεστος•

    -ое предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση•

    -ые мысли σκοτεινές σκέψεις•

    -ое известие θλιβερή είδηση.

    || σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). || απεχθής, δυσάρεστος•, тяжёлый запах άσχημη μυρουδιά.
    8. ογκώδης•

    -ые танки βαριά άρματα μάχης•

    -ая артиллерия το βαρύ πυροβολικό.

    εκφρ.
    - ая артиллерия – άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος•
    тяжёлый вес ή тяжёлыйые весовые категории – κατηγορία αθλητών βαρέων βαρών•
    - ая голова – βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)•
    тяжёлый день – βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)•
    -ая промышленность ή индустрия – βαριά βιομηχανία•
    - ая рука – βαρύχέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυχερό)•
    тяжёлый ум – αμβλύνοια, ελαφρόνοια•
    - ые фигуры – η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού•
    тяжёлый на ногу – δύσκαμπτος στο βάδισμα•
    тяжёлый на подъм – α) ασήκωτος από τη θέση του (πολύ αραιά μετακινούμενος ή εξερχόμενος από το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής•
    с -ым сердцем – με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος.

    Большой русско-греческий словарь > тяжёлый

  • 5 крепкий

    επ., βρ: -пок
    -πκό, -πκο.
    1. γερός, σκληρός•

    крепкий орех σκληρό καρύδι•

    -ое дерево σκληρό ξύλο•

    -ая ткань γερό ύφασμα•

    организм γερός οργανισμός.

    || στερεός, στέρ-γιος, σταθερός, ακούνητος. || μτφ. σίγουρος• πιστός.
    2. δυνατός, ισχυρός•

    крепкий ветер σφοδρός άνεμος•

    крепкий мороз δυνατό κρύο.

    3. πηχτός, μεγάλης ποσότητας ή περιεκτικότητας•

    крепкий кофе βαρύς καφές•

    крепкий раствор ισχυρό διάλυμα•

    крепкий уксус δυνατό ξίδι•

    крепкий табак βαρύς καπνός•

    -ое вино δυνατό κρασί.

    εκφρ.
    - ая дисциплина – γερή πειθαρχία•
    - ие напитки – οινοπνευματώδη ποτά•
    -ое слово ή словцо – υβριστική λέξη•
    - сон – βαθύς ύπνος•
    крепок на ухо – ο βαρόκοος.

    Большой русско-греческий словарь > крепкий

  • 6 ἐφ-ίζω

    ἐφ-ίζω (s. ἵζω), dor. ἐφίσδω, Theocr. 5, 97, sich darauf setzen, darauf sitzen; ἐφῖζε Od. 3, 411. 19, 55; ἐφίζεσκε 17, 331; übertr., ὥρα ἐφίζουσα βλεφάροις Pind. N. 8, 2, wie ὕπνος βλεφάροισιν ἐφίζων Mosch. 2, 2;. πρὸς ὄμμ' ἀχλὺς ἐφίζει Critia. bei Ath. X, 432 d; βαρὺς δ' ἐφίζει (Ζεύς), schwer lastet er darauf, Aesch. Suppl. 638; sp. D., wie Nic. Th. 847.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐφ-ίζω

  • 7 крепкий

    креп||кий
    прил
    1. (твердый, прочный) στερεός, γερός:
    \крепкийкая ткань τό στερεό ὑφασμα· \крепкий орех τό σκληρό καρύδἰ
    2. (сильный) ισχυρός, γερός, δυνατός:
    \крепкий организм ὁ δυνατός (или ὁ ἰσχυρός) ὁργανισμός· \крепкий человек ὁ γερός ἀνθρωπος· \крепкийкое здоровье ἡ δυνατή κράση· \крепкий мороз ἡ δυνατή παγωνιά· он еще \крепкий старик τό λένε ἀκόμα τά κότσια του·
    3. (насыщенный) δυνατός:
    \крепкий чай τό δυνατό τσάἰ· \крепкий кофе ὁ βαρύς καφές· \крепкий табак ὁ σέρτικος καπνός· \крепкийкие вина τά δυνατά κρασιά· ◊ \крепкий сон ὁ βαθύς ὑπνος· \крепкийкие напитки τά οἰνοπνευματώδη ποτά· \крепкийкое словцо разг ἡ βαρειά λέξη, ἡ χοντρή κουβέντα.

    Русско-новогреческий словарь > крепкий

  • 8 богатырский

    επ.
    1. ηράκλειος, γιγάντιος, υπερφυσικός•

    -ая сила ηράκλεια δύναμη•

    богатырский голос στεντόρεια φωνή.

    2. ηρωικός•

    богатырский эпос το ρωσικό ηρωικό έπος.

    εκφρ.
    богатырский сон – βαρύς ή βαθύς ύπνος.

    Большой русско-греческий словарь > богатырский

  • 9 κατατρέχω

    κατατρέχω, [tense] aor. 1 inf. καταθρέξαι only in Hsch.: [tense] aor. 2
    A

    κατέδρᾰμον Ar.Ec. 961

    , etc.: [tense] pf. - δεδράμηκα [ᾰμ] X.HG4.7.6:—[voice] Pass., [tense] aor. inf.

    καταδρᾰμηθῆναι Heph.Astr.1.21

    :— run down, Ar.l.c.;

    ἀπὸ τῶν ἄκρων Hdt.7.192

    ;

    κάτω Id.3156

    ;

    ἐπὶ θάλατταν X. An.7.1.20

    ;

    ἐπί τινας Act.Ap.21.32

    .
    2 of seamen or passengers by sea, run to land, disembark, X.HG5.1.12;

    εἰς ἐμπόρια Plb.3.91.2

    : metaph., κ. ξένιον ἄστυ come to a haven in.., f.l. in Pi.N.4.23.
    II trans., run down, inveigh against,

    τὴν Σπάρτην Pl.Lg. 806c

    , cf. Diog.Oen.12, D.C.50.2, etc.: more freq. c. gen., Phld.Vit.p.42 J., etc.;

    κ. τῶν μάντεων D.L.2.135

    ;

    τῶν συνόντων τοῖς δυνάσταις D.C.61.10

    ;

    τῆς μέθης Ath.1.1c

    e;

    Ἀλκιβιάδου ὡς οἰνόφλυγος Id.5.22o

    c, cf. A.D.Synt.100.19; κατὰ τῆς βουλῆς, κατὰ τῆς μοναρχίας, D.C.36.44, 66.13.
    2 overrun, ravage, lay waste,

    τῆς Σαλαμῖνος τὰ πολλά Th.2.94

    , cf. 8.92, Dionys. Com.3.5, D.S.2.44, Luc.Alex.2, etc., oppress,

    τοὺς γεωργούς PTeb. 41.30

    (ii B.C.).
    4 pursue, LXX Le.26.37.
    5 hurry, Plu.2.512e.
    6 slip down, of a bandage, Gal.18(1).829.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατατρέχω

  • 10 ἐφίζω

    ἐφίζω, [dialect] Dor. [full] ἐφίσδω Theoc.5.97:
    I causal, in [dialect] Ep. [tense] aor. ἐφέσσαι, ἐφέσσασθαι:— set upon, once in Hom. in [voice] Act., τούς μ' ἐκέλευσα Πύλονδε καταστῆσαι καὶ ἐφέσσαι set me ashore, Od.13.274:—more freq. in [voice] Med., γούνασιν οἱσιν ἐφεσσάμενος having set [me] on his knees, 16.443: [tense] fut.

    ἐφέσσεσθαι Il.9.455

    : imper.,

    με νηὸς ἔφεσσαι Od.15.277

    ;

    ἐς Λιβύην μ' ἐπὶ νηὸς ἐφέσσατο 14.295

    (Rhianus: ἐέσσατο codd.):— [voice] Med. also, reduce a dislocation, Hp.Mochl.25.
    II intr., sit at or by, abs., sit, Hom. only in Od., always in [tense] impf.,

    ἐφῖζε Od.3.411

    , 19.55;

    ἔνθα.. ἐφίζεσκε 17.331

    : later in [tense] pres.,

    βαρὺς δ' ἐφίζει A.Supp. 651

    (lyr.);

    ὥρα ἐφίζοισα γλεφάροις

    sitting upon.

    Pi.N.8.2

    ;

    ὕπνος.. βλεφάροισιν ἐφίζων Mosch.2.3

    ;

    πρὸς ὄμμ' ὰχλὺς ἐφίζει Critias 6.11

    D.;

    ἀμφὶ μήλοις Nic.Al. 478

    ; τηνεὶ γὰρ ἐφίσδει ([dialect] Dor.) Theoc.5.97.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφίζω

См. также в других словарях:

  • βάρυπνος — η, ο Ι. 1. αυτός που έχει βαρύ ύπνο, που κοιμάται βαριά και δεν ξυπνάει εύκολα 2. εκείνος που σηκώνεται βαρύς από τον ύπνο του 3. νυσταλέος, νυσταγμένος 4. το αρσ. ως ουσ. ο βαρύς ύπνος ||. επίρρ. βάρυπνα με βαρύ ύπνο …   Dictionary of Greek

  • βαρυπνιά — η [βάρυπνος] ο βαρύς ύπνος …   Dictionary of Greek

  • βραχνάς — και σβραχνάς και βαρυπνάς, ο (Μ βαρυχνᾱς και βαρυπνᾱς) νυχτερινός εφιάλτης, αποπνικτική κατάσταση κατά τη διάρκεια του ύπνου που προέρχεται από δυσπεψία ή άλλα παθολογικά αίτια, ενώ κατά τη λαϊκή παράδοση προκαλείται από δαιμονικό το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • κώμα — Παθολογική κατάσταση κατά την οποία επέρχεται απώλεια της συνείδησης, της εθελουσίας κινητικότητας και της αισθητικότητας, ενώ διατηρούνται οι λειτουργίες του νευροφυτικού συστήματος. Ο ασθενής δεν αντιδρά ακόμη και σε έντονη διέγερση. Το κ.… …   Dictionary of Greek

  • ψοφολόγημα — το, Ν [ψοφολογώ] 1. το αποτέλεσμα τού ψοφολογώ, το να είναι κανείς ετοιμοθάνατος 2. συνεκδ. α) αρρώστια β) πολύ βαρύς ύπνος 3. φρ. «κακό ψοφολόγημα νά χει» (ως κατάρα) να πεθάνει …   Dictionary of Greek

  • βαρυαής — βαρυαής, ές (Α) 1. φρ. «βαρυαής ὕπνος» ύπνος με βαρύ φύσημα 2. αυτός που αναδίδει δυνατή οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + αής < άημι «πνέω δυνατά, φυσώ» (πρβλ. ακραής, αλιαής κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • νήγρετος — νήγρετος, ον (Α) 1. (σπάν. για πρόσ.) αυτός που δεν μπορεί να σηκωθεί ή που δεν σηκώθηκε 2. (για ύπνο) βαρύς, βαθύς («καὶ τῷ νήδυμος ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν, νήγρετος ἥδιστος, θανάτῳ ἄγχιστα ἐοικώς», Ομ. Οδ.) 3. μτφ. (μαζί με το ύπνος)… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

  • βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… …   Dictionary of Greek

  • ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»